-
1 жалоба
жалоба ж το παράπονο книга жалоб и предложений το βιβλίο παραπόνων και προ τάσεων* * *жτο παράπονοкни́га жа́лоб и предложе́ний — το βιβλίο παραπόνων και προτάσεων
-
2 жалоба
-ы θ.1. παράπονο•горькая жалоба πικρό παράπονο•
слезливая жалоба κλαψοπαράπονο•
бюро жалоб; книга жалоб βιβλίο παραπόνων.
2. μήνυση, καταγγελία•он завладел моим имением; вот в чем состоит моя жалоба μου πήρε την περιουσία• γι αυτό τον καταγγέλλω.
|| αίτηση, έφεση•кассационная жалоба έφεση αναίρεσης.
-
3 сетование
сетова||ниес τό παράπονο[ν], ἡ μεμψιμοιρία. -
4 жалоба
[ζάλαμπα] ουσ. Θ. παράπονο -
5 жалоба
[ζάλαμπα] ουσ θ παράπονο -
6 воздыхание
-я ουδ. παλ.1. αναστέναγμα, -ός• αχολόγημα.2. παράπονο πικρό. -
7 горло
-а ουδ.1. λαιμός, το μπροστινό μέρος αυτού•схватить за горло αρπάζω (πιάνω) από το λαιμό.
|| λάρυγγας•у меня болит горло μου πονά ο λαιμός•
у меня першит в -е με τρώει ο λαιμός•
у меня пересохло в -е μου στέγνωσε ο λάρυγγας.
2. στενό μέρος αντικειμένου•-бутылки ο λαιμός του μποκαλιού•
горло залива ο λαιμός του κόλπου.
εκφρ.по горло – ως το λαιμό (για βάθος)•кричать во все горло – ξελαρυγγίζομαι από τις φωνές•слова застряли в горло – κομπιάζω κατά την ομιλία•быть занятым по горло – είτ μαι πνιγμένος από δουλειά•сыт по горло – (κυρλξ. κ. μτφ.) είμαι χορτάτος ως το λαιμό•пристать с ножом к -у – βάζω το μαχαίρι στο λαιμό (απαιτώ επίμονα)•брать (взять), схватить за— – πιάνω από το λαιμό (εξαναγκάζω)•промочить горло – βρέχω λιγάκι το λάρυγγα (πίνω λιγάκι)•слезы ή рыдания поступили к -у – είναι ετοιμος να κλάψει, τον πήρε το παράπονο•поперек стать ή вставать – κ.τ.τ. μου κάθεταΐι τσάχαλο στο μάτι (ενοχλεί, εμποδίζει). -
8 ламентация
-и θ.(παλ.) παράπονο πικρό, κλάμα, κλαψούρα. -
9 основательный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно1. βάσιμος• εύλογος•-ая жалоба εύλογο παράπονο.
2. (για άνθρωπο) σταθερός, θετικός, εδραίος.3. γερός, στερεός, στέριος•основательный мост στέριο γεφύρι.
4. σοβαρός• ευσυνείδητος• βαθύς, θεμελιακός.5. αρκετά μεγάλος, αρκετού μεγέθους, αρκετής δύναμης. -
10 проверить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проверенный, βρ: -рен, -а, -о ρ.σ.μ.ελέγχω, εξακριβώνω εξετάζω•проверить счёт ελέγχω το λογαριασμό•
проверить жалобу εξετάζω το παράπονο•
проверить знания ελέγχω τις γνώσεις•
проверить билеты ελέγχω τα εισιτήρια•
проверить работу механизма ελέγχω τη λειτουργία του μηχανισμού.
εξετάζομαι, κοιτάζομαι•проверить у врача εξετάζομαι στο γιατρό.
|| εξετάζω, ελέγχω αν συμπε-ριλαβαίνομαι•проверить в списке избирателей ελέγχω την εγγραφή μου στον εκλογικό κατάλογο.
-
11 сетование
-я ουδ.1. παράπονο, μεμψιμοιρία, μουρμούρ ισμα, κλάψα.2. θλίψη, λύπη, βα-ριοθυμιά. -
12 стон
-а α.1. στόνος, στεναγμός, στέναγμα. || γογγυσμός, γόγγυσμα, βόγγος, βογγητό,2. μτφ. παράπονο πικρό.εκφρ.стон стоит ή идёт – α) γίνεται θρήνος, κλαυθμός. β) γίνεται μεγάλος θόρυβος, οχλαβοή, σαματάς, χάβρα. -
13 хныканье
-я ουδ.κλαυθμύρισμα, μινύρισμα, κλαψούρισμα, κλαψούρα. || παράπονο. -
14 ябеднический
επ.μαρτυριάρικος, καταδοτι-κός, προδοτικός•-ая жалоба παράπονο προδοτικού χαρακτήρα.
См. также в других словарях:
παράπονο — το 1. λυπηρή ψυχική κατάσταση ατόμου η οποία προήλθε από αδικία ή από κακοτυχία 2. έκφραση δυσαρέσκειας, διαμαρτυρία, μεμψιμοιρία 3. φρ. α) «τό χω παράπονο» αισθάνομαι πικρία για κάτι β) «μέ παίρνει το παράπονο» ή «μέ πιάνει το παράπονο»… … Dictionary of Greek
παράπονο — το διαμαρτυρία, έκφραση λύπης, διατύπωση δυσαρέσκειας: Έχω πολλά παράπονα τον τελευταίο καιρό από σένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραπονετικός — ή, ό [παραπονούμαι] αυτός που εκφράζει παράπονο, αυτός που λέγεται ή γίνεται με παράπονο. επίρρ... παραπονετικά με παράπονο … Dictionary of Greek
παραπονιάρικος — η, ο [παραπονιάρης] 1. αυτός που εκφράζει παράπονο, παραπονετικός 2. ως ουσ. παραπονιάρης. επίρρ... παραπονιάρικα με παράπονο … Dictionary of Greek
σχετλιασμός — ο, ΝΑ [σχετλιάζω] 1. έντονο παράπονο, που συνήθως συνοδεύεται από αγανάκτηση και οργή 2. έκφραση, παράπονο, μεμψιμοιρία, κλάμα αρχ. σχετλιαστικό επιφώνημα … Dictionary of Greek
Iparhi Logos — Υπάρχει Λόγος Studio album by Elena Paparizou Released April 12, 2006 (see … Wikipedia
Elefthería Arvanitáki — Saltar a navegación, búsqueda Elefthería Arvanitáki Información personal Nombre real Ελευθερία Αρβανιτάκη Nacimiento 16 de octubre de 1958 … Wikipedia Español
Goin' Through — Esta página o sección está siendo traducida del idioma Idioma no definido en la plantilla {{obtener idioma}}, añádelo a partir del artículo Goin Through, razón por la cual puede haber lagunas de contenidos, errores sintácticos o escritos sin … Wikipedia Español
Yánnis Poulópoulos — Γιάννης Πουλόπουλος Naissance 1944 Mani, Grèce Activité principale Auteur compositeur interprète … Wikipédia en Français
άμεμπτος — η, ο (Α ἄμεμπτος, ον) [μεμπτός] (με παθητική σημασία) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν μεμφθεί, να τόν κατηγορήσει, ανεπίληπτος, αψεγάδιστος αρχ. 1. ο τέλειος στο είδος του 2. (με ενεργητική σημασία) αυτός που δεν μέμφεται, δεν κατηγορεί, δεν… … Dictionary of Greek
άφθονος — (aphthonus). Γένος εντόμων της οικογένειας των αλτιστιδών. Ανήκει στην τάξη των κολεοπτέρων. Βρίσκεται σε πολλές περιοχές του πλανήτη μας και συχνά και στην Ευρώπη. Είναι μικρά σε μέγεθος· μόλις που φτάνουν τα 5 6 χιλιοστά. * * * η, ο (AM ἄφθονος … Dictionary of Greek